- ξαρμάτωμα
- silahsızlanma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξαρμάτωμα — το [ξαρματώνω] 1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός 2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός 3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του … Dictionary of Greek
ξαρμάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση οπλισμού, αφόπλιση, αφοπλισμός, παροπλισμός. 2. προσβολή από τον αφοπλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαρμάτωμα — και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω] 1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός 2. (για πλοίο) παροπλισμός 3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του … Dictionary of Greek
παροπλισμός — παροπλισμός, ο και παρόπλιση, η αφοπλισμός, ξαρμάτωμα πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)